- ζαϊρές
- ζαϊρές, ο και ζαερές, ο-έ (λ. τουρκ.), εφόδια, προμήθεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.